εστετίστικος

εστετίστικος
-η, -ο [εστέτ]
1. ο οπαδός τού αισθητικού και καλλιτεχνικού κινήματος τού εστετισμού, ο εστέτ.
2. ο υπερευαίσθητος και ωραιοπαθής, αυτός που έχει αναγάγει το ωραίο σε ύψιστη και κυρίαρχη αξία τής ζωής και τής τέχνης και αποκλείει κάθε ηθική ή κοινωνική επιδίωξη τής τέχνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”